- ταυτολογικός
- η , ό[ν] тавтологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταυτολογικός — ή, ό, Ν [ταυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταυτολογία. επίρρ... ταυτολογικώς / ταὐτολογικῶς ΝΜ, και ταυτολογικά Ν με ταυτολογία … Dictionary of Greek